- ουλοποίηση
- (Βιολ.). Τυπική διεργασία αναγέννησης των ιστών του ανθρώπου και των ζώων, όταν έχει θιγεί η ακεραιότητα τους. Η ουλή αντιπροσωπεύει την ίαση μιας βλάβης των ιστών. Αν και μπορεί να διαφέρει ανάλογα με τα αίτια και την έκταση των βλαβών, η ο. προχωρεί, ακολουθώντας σταθερά μερικούς θεμελιώδεις τρόπους. Στα άκρα της ιστικής βλάβης, είτε πρόκειται για τραύμα με απώλεια ιστού είτε για κοιλότητα αποστήματος, πραγματοποιείται μια συνεχής εξίδρωση αιματικού και λεμφικού υλικού και παραγωγή μιας ουσίας, της λεγόμενης ινικής· συγχρόνως, από τα πιο κοντινά αιμοφόρα αγγεία εξέρχονται σε μεγάλη ποσότητα λευκά αιμοσφαίρια που, με τα ένζυμά τους, διασπούν και καταστρέφουν τα απονεκρωμένα τμήματα του ιστού και τα μικρόβια που πάντα υπάρχουν στην πληγή. Στη συνέχεια, τα κύτταρα του κοντινού συνδετικού ιστού πολλαπλασιάζονται με έντονο ρυθμό και μετατρέπονται σε ινοβλάστες, από τους oποίους προέρχονται οι κολλαγόνοι ίνες· συγχρόνως πραγματοποιείται νεοσχηματισμός αιμοφόρων τριχοαδών, που, μαζί με τους ινοβλάστες και τις κολλαγόνους ίνες, σχηματίζουν εκείνο που ονομάζεται «κοκκιώδης ιστός», εύθραυστος ιστός, αλλά με μεγάλη αντοχή στις λοιμώξεις, που με την πλούσια αιμάτωσή του προσδίνει το ερυθρωπό χρώμα στις πρόσφατες ουλές. Αν η βλάβη αφορά το δέρμα ή τους βλεννογόνους, πάνω από τον κοκκιώδη ιστό γλιστρούν από τα χείλη της πληγής επιθηλιακά κύτταρα, που θα αποκαταστήσουν την επιφανειακή στιβάδα του δέρματος ή του βλεννογόνου. Αργότερα, οι κολλαγόνοι ίνες τείνουν να συρρικνωθούν ενώ πολλά νεοσχηματισθέντα τριχοειδή καταστρέφονται: σχηματίζεται έτσι ο ουλώδης ιστός που παρουσιάζεται συρρικνωμένος και ωχρός, προσδίνοντας στις ο. τη συνηθισμένη τους όψη.
Οι διάφοροι ιστοί δεν συμπεριφέρονται ομοιόμορφα κατά την ο.: το δέρμα, για παράδειγμα, ανασυνίσταται εύκολα, αλλά δεν αναγεννιούνται οι θύλακοι των τριχών και οι σμηγματογόνοι αδένες· το συκώτι αναπαράγεται μάλλον γρήγορα και οι λείοι μύες αναγεννιούνται, αλλά στο ραβδωτό μυϊκό ιστό, στο νευρικό ιστό (εκτός τα περιφερειακά νεύρα) και σχεδόν σε όλα τα άλλα παρεγχυματώδη όργανα, οι απώλειες της ουσίας τους αντικατασταίνονται από απλό ουλώδη συνδετικό ιστό.
Για άγνωστα ακόμα αίτια, ο σχηματισμός κοκκιώδους ιστού κατά τη διεργασία της ο. είναι μερικές φορές υπερβολικός· έτσι σχηματίζεται ουλή υπερτροφική, παραμορφωτική, που ονομάζεται χηλοειδές.
(Βοτ.) Ουλή ονομάζεται το ίχνος, περισσότερο ή λιγότερο βαθύ, όπως του επουλωθέντος τραύματος, που μένει γενικά πάνω σε ένα όργανο, όταν ένα άλλο πέσει ή κοπεί. Έτσι, τα φύλλα που πέφτουν μπορούν vα αφήσουν ουλές στους βλαστούς. Τα επιφανειακά τραύματα στους φλοιούς, στα φύλλα και ειδικά στους καρπούς, επουλώνονται χάρη σε ένα ειδικό ιστό, κοκκιώδη, δερματώδη ή φελλώδη, που ονομάζεται επουλωτικός ιστός.
* * *ηιατρ. το σύνολο τών διεργασιών αναγέννησης τών ιστών μετά από έλκος ή τραυματισμό, οι οποίες καταλήγουν στη δημιουργία ουλής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ουλή + ποιώ].
Dictionary of Greek. 2013.